- λιθοτομικός
- λῐθοτομ-ικός, ή, όν,A of or for stone-cutting: ἡ -κή (sc. τέχνη), Porph.Hist.Phil.11, cf. BCH35.12 ([place name] Delos); skill in lithotomy, Gal. Thras.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιθοτομικός — λιθοτομικός, ή, όν (Α) [λιθοτόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοτομία 2. ο ικανός ή κατάλληλος για την τομή και την εξαγωγή λίθου από την ουροδόχο κύστη 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ λιθοτομική η τέχνη τής τομής λίθων … Dictionary of Greek
λιθοτομικαί — λιθοτομικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοτομικήν — λιθοτομικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)